στραβομουτσούνιασμα

στραβομουτσούνιασμα
το кислая мина, гримаса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στραβομουτσούνιασμα" в других словарях:

  • στραβομουτσούνιασμα — το, Ν [στραβομουτσουνιάζω] το να κάνει κανείς μορφασμούς ειρωνείας ή δυσαρέσκειας …   Dictionary of Greek

  • στραβομουτσούνιασμα — το το να στραβομουτσουνιάζει κάποιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… …   Dictionary of Greek

  • μορφασμός — ο (Α μορφασμός) [μορφάζω] νεοελλ. η ενέργεια τού μορφάζω, σύσπαση τών μυών τού προσώπου, γκριμάτσα, στραβομουτσούνιασμα αρχ. 1. κίνηση τών χεριών, χειρονομία 2. είδος κωμικού χορού, κατά τον οποίο ο χορευτής μιμούνταν κάθε είδους ζώα …   Dictionary of Greek

  • στραβομούριασμα — το, Ν [στραβομουριάζω] το στραβομουτσούνιασμα …   Dictionary of Greek

  • μορφασμός — ο σύσπαση του προσώπου, η γκριμάτσα, το στραβομουτσούνιασμα: Κατάλαβα ότι δεν του άρεσε το δώρο μου γιατί μόλις το άνοιξε έκανε ένα μορφασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»